- ὑπομηλίζω
- ὑπομηλίζω,A to be or look yellowish,
τῇ χρόᾳ Dsc.3.68
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῇ χρόᾳ Dsc.3.68
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπομηλίζω — Α είμαι κάπως κίτρινος, είμαι υποκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μηλίζω «ἔχω κιτρινωπό χρώμα»] … Dictionary of Greek
ὑπομηλίζοντα — ὑπομηλίζω to be pres part act neut nom/voc/acc pl ὑπομηλίζω to be pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)